Λεπτομέρειες του αυθεντικού:
περίοδος: Κλασική εποχή,
ημερομηνία κατασκευής: περ. 460 π.Χ.,
τόπος κατασκευής: Αθήνα,
ανασκάφηκε/βρέθηκε: Αττική: Αθήνα: Ακρόπολη,
υλικά: μάρμαρο Πάρου,
κατηγορία: αρχιτεκτονικό γλυπτό,
διαστάσεις: Υ: 0,54μ., Π: 0,315μ., Β: 0,05μ.,
μουσείο: Μουσείο Ακρόπολης,
δημιουργός: αποδίδεται σε αττικό εργαστήριο.
Τα 30 χρόνια μεταξύ της περσικής καταστροφής και της κατασκευής του Παρθενώνα, η τέχνη έκανε μεγάλα βήματα εξέλιξης. Η περίοδος ονομάζεται «αυστηρός ρυθμός» λόγω του κυρίαρχου ιδιώματος των γλυπτών, που σταμάτησαν να χαμογελούν με το χαρακτηριστικό αρχαϊκό χαμόγελο. Χαρακτηριστική είναι η μετατόπιση του βάρους του σώματος στο ένα σκέλος, που επιφέρει τη μεταφορά και διάχυση της κίνησης και στα υπόλοιπα μέλη (χιασμός, contrapposto). Διήρκεσε μέχρι το 450 π.Χ. περίπου και αποτέλεσε τη μετάβαση από την αρχαϊκή στην κλασική τέχνη.
Το μικρό ανάγλυφο της Σκεπτόμενης Αθήνας είναι από τα διασημότερα έργα του Μουσείου Ακροπόλεως. Βρέθηκε το 1888 νότια του Παρθενώνα και έκανε εξαρχής εντύπωση ο τρόπος που σκύβει το κεφάλι της. Το κεφάλι είναι γερμένο και παρουσιάζεται με τέτοιο τρόπο που η στάση και η έκφραση στο πρόσωπο δείχνουν μελαγχολία και λύπη. Αυτό έδωσε λαβή στη συναισθηματική αντιμετώπιση της με επίθετα όπως μελαγχολική ή σκεπτόμενη. Η θέα φοράει το αττικό πέπλο με ζωσμένο απόπτυγμα. Εικονίζεται οπλισμένη με περικεφαλαία και δόρυ. Τα πόδια της είναι γυμνά. Το βάρος του σώματος πέφτει στο δεξί πόδι ενώ το αριστερό, λυγισμένο προς τα πίσω, μόλις που πατά με τα δάχτυλα στο έδαφος. Το αριστερό της χέρι το στηρίζει στη γοφό της, ενώ το δεξί στηρίζεται στο δόρυ της, με την αιχμή του δόρατος σαν να δείχνει προς μία στήλη κάτω δεξιά. Η στήλη αυτή της οποίας η επιφάνεια, ιδιαίτερα το πάνω μέρος, σχεδόν σαν κιονόκρανο, ήταν ζωγραφισμένη και διακοσμημένη, όπως φαίνεται από τα ίχνη χρώματος που έχουν διατηρηθεί. Τα όσα γράφονται στη στήλη δεν σώθηκαν και έτσι η παράσταση δέχτηκε πολλές ερμηνείες. Θεωρήθηκε ότι η στήλη μπορεί να είναι ορόσημο του ιερού της ή να περιείχε κατάλογο των θησαυρών του ιερού ή ακόμη και κατάλογο νεκρών, κάτι που θα ταίριαζε στη σκεπτική, σχεδόν λυπημένη έκφραση της θεάς.